Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ζαλεία — ζαλεία, ἡ (Α) το φυτό δάφνη η Αλεξάνδρεια … Dictionary of Greek
ζαλείαν — ζαλείᾱν , ζαλεία fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ζαλείης — ζαλεία fem gen sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)